Τα τελευταία χρόνια, οι δύο ελληνικοί σύλλογοι, Ολυμπιακός και ΠΑΟΚ, έχουν επιτύχει να προχωρήσουν σε πωλήσεις παικτών που όχι μόνο ενισχύουν οικονομικά τις ομάδες τους, αλλά και συμβάλλουν στη δημιουργία της φήμης τους ως selling clubs στην Ευρώπη. Πρόσφατα, η ΑΕΚ μπήκε κι αυτή σε αυτή τη διαδικασία, χρηματοδοτώντας τις πωλήσεις των Γκαρσία και Πόνσε, οι οποίες στήριξαν σχεδόν όλες τις περσινές μεταγραφές της. Αντίθετα, ο Παναθηναϊκός παραδοσιακά δεν είχε καταφέρει να εξασφαλίσει έσοδα από πωλήσεις, αλλά αυτή τη χρονιά φαίνεται να αλλάζει αυτή η κατάσταση.
Αυτή η ανάγκη για πωλήσεις είναι κρίσιμη για μια ομάδα του ελληνικού ποδοσφαίρου, προκειμένου να αποφεύγει τις ευρωπαϊκές ποινές ή ακόμη και τη χρεοκοπία, ειδικά όταν τα οικονομικά δείχνουν συνεχή ζημία. Στον Παναθηναϊκό, οι φετινές πωλήσεις δεν ήταν μόνο επιβεβλημένες λόγω αναγκών, αλλά αποτελούσαν και στρατηγική επιλογή της διοίκησης, ανεξάρτητα από τους περιορισμούς της UEFA.
Η τελευταία χρονιά που ο Παναθηναϊκός αποκόμισε σημαντικά έσοδα από πωλήσεις ήταν την περίοδο 2017-2018, όταν πούλησε παίκτες κι έτσι συγκέντρωσε 8,5 εκατομμύρια ευρώ. Φέτος, μέχρι στιγμής, οι πωλήσεις των Βαγιαννίδη και Μαξίμοβιτς έχουν αποφέρει 17 εκατομμύρια ευρώ, καθιστώντας αυτή τη χρονιά ρεκόρ εσόδων. Το ισοζύγιο των μεταγραφών είναι επίσης θετικό κατά 12 εκατομμύρια ευρώ, δείχνοντας ότι οι πράσινοι καθίστανται πλέον selling club.
Οι πωλήσεις αυτές αποδείχθηκαν ευεργετικές για το σύλλογο, με τη μεταγραφή του Βαγιαννίδη να είναι ιδιαίτερα κερδοφόρα, δεδομένου ότι προήλθε από την ακαδημία του Παναθηναϊκού. Παράλληλα, η ομάδα καταφέρνει να χρηματοδοτήσει άλλες μεταγραφές, όπως αυτές των Καλάμπρια, Ζαρουρί και άλλων.
Η ικανότητα να πουλάει κανείς ακριβά έχει σημασία για τη διασφάλιση του μέλλοντος του συλλόγου. Είναι αναγκαίο, ωστόσο, οι θέσεις που δημιουργούνται από τις αποχωρήσεις να καλύπτονται επαρκώς, κάτι που φαίνεται να σχεδιάζουν για την περίπτωση του Μαξίμοβιτς με την προσθήκη του Καλάμπρια.